- ἀποληφθεῖσα
- ἀπολαμβάνωtakeaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποληφθείσας — ἀποληφθείσᾱς , ἀπολαμβάνω take aor part pass fem acc pl ἀποληφθείσᾱς , ἀπολαμβάνω take aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)